ακούκουτσος

ακούκουτσος
-η, -ο [κουκούτσι]
(για καρπούς)
1. αυτός που δεν έχει κουκούτσι
2. (για πουλιά) ο παχύς
«κοτσύφι ακούκουτσο»
3. (για ανθρώπους) ο πάμφτωχος
«είναι ακούκουτσος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”